Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorvè
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [korˈvɛ] 1 ελεεινή εργασία 2 ιδροκόπημα 3 μόχθος πολύς 4 κουραστικό καθήκον 5 κουραστική αποστολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |