Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corvè  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korˈvɛ]

1 ελεεινή εργασία
2 ιδροκόπημα
3 μόχθος πολύς
4 κουραστικό καθήκον
5 κουραστική αποστολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cortometraggio corvetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corto (επίθ.)
cortocircuitare (ρ. μτβ.)
cortocircuitarsi (ρ.μ. (αντων.))
cortocircuito (ουσ αρσ )
cortometraggio (ουσ αρσ )
corvè (θηλ.ουσ)
corvetta (θηλ.ουσ)
corvino (αρσ. επίθ και ουσ)
corvo (ουσ αρσ )
cosa (θηλ.ουσ)
cosà (επίρ.)
cosacco (αρσ. επίθ και ουσ)
cosare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cosca (θηλ.ουσ)
coscia (θηλ.ουσ)
cosciale (ουσ αρσ )
cosciente (επίθ.)
coscienza (θηλ.ουσ)
coscienziosamente (επίρ.)
coscienziosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---