Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corvétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korˈvetta]

1 καΐκι
2 πήδημα ίππου
3 κορβέτα
4 ιστιοφόρο με ένα κατάρτι και ένα φλόκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corvè corvino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cortocircuitare (ρ. μτβ.)
cortocircuitarsi (ρ.μ. (αντων.))
cortocircuito (ουσ αρσ )
cortometraggio (ουσ αρσ )
corvè (θηλ.ουσ)
corvetta (θηλ.ουσ)
corvino (αρσ. επίθ και ουσ)
corvo (ουσ αρσ )
cosa (θηλ.ουσ)
cosà (επίρ.)
cosacco (αρσ. επίθ και ουσ)
cosare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cosca (θηλ.ουσ)
coscia (θηλ.ουσ)
cosciale (ουσ αρσ )
cosciente (επίθ.)
coscienza (θηλ.ουσ)
coscienziosamente (επίρ.)
coscienziosità (θηλ.ουσ)
coscienzioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---