Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cortigiàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kortiˈʤana]

πόρνη με υψηλούς πελάτες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corticotropina cortigianeria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corticoide (ουσ αρσ )
corticosteroide (ουσ αρσ )
corticosterone (ουσ αρσ )
corticosurrenale (επίθ.)
corticotropina (θηλ.ουσ)
cortigiana (θηλ.ουσ)
cortigianeria (θηλ.ουσ)
cortigianesco (επίθ.)
cortigiano (αρσ. επίθ και ουσ)
cortile (ουσ αρσ )
cortina (θηλ.ουσ)
cortinaggio (ουσ αρσ )
cortisone (ουσ αρσ )
cortisonico (αρσ. επίθ και ουσ)
corto (ουσ αρσ )
corto (επίθ.)
cortocircuitare (ρ. μτβ.)
cortocircuitarsi (ρ.μ. (αντων.))
cortocircuito (ουσ αρσ )
cortometraggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---