Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcortéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korˈtedʤo] 1 ακολουθία (διπλωματική) 2 συνοδεία (ηγεμόνα) 3 ακολουθία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |