Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corsìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈsivo]

1 γράμματα γερμένο ελαφρά
2 μικρό άρθρο πολεμικού χαρακτήρα τυπωμένο με πλαγιαστά γράμματα

corsìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈsivo]

πλαγιαστός (για γράμματα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corsivista corso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corsetto (ουσ αρσ )
corsia (θηλ.ουσ)
corsiero (ουσ αρσ )
corsista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivo (ουσ αρσ )
corsivo (επίθ.)
corso (ουσ αρσ )
corsoio (αρσ. επίθ και ουσ)
corte (θηλ.ουσ)
corteccia (θηλ.ουσ)
corteggiamento (ουσ αρσ )
corteggiare (ρ. μτβ.)
corteggiatore (ουσ αρσ )
corteggio (ουσ αρσ )
corteo (ουσ αρσ )
cortese (αρσ. επίθ και ουσ)
cortesia (θηλ.ουσ)
cortezza (θηλ.ουσ)
corticale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---