ItalianoGreco


corsìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈsivo]

1 γράμματα γερμένο ελαφρά
2 μικρό άρθρο πολεμικού χαρακτήρα τυπωμένο με πλαγιαστά γράμματα

corsìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈsivo]

πλαγιαστός (για γράμματα)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---