ItalianoGreco


corsivìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korsiˈvista]

αρθρογράφος μικρών άρθρων πολεμικού χαρακτήρα ή αυστηρής κριτικής γραμμένων με πλαγιαστά γράμματα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---