Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


córso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkorso]

1 (scolastico) ο κύκλος σπουδών
2 (strada) ο δρόμος, η πορεία, η λεωφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corsivo corsoio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corso [αρσ.] legale = η εγκυρότητα || nel corso di = στο πέρασμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corsiero (ουσ αρσ )
corsista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivo (ουσ αρσ )
corsivo (επίθ.)
corso (ουσ αρσ )
corsoio (αρσ. επίθ και ουσ)
corte (θηλ.ουσ)
corteccia (θηλ.ουσ)
corteggiamento (ουσ αρσ )
corteggiare (ρ. μτβ.)
corteggiatore (ουσ αρσ )
corteggio (ουσ αρσ )
corteo (ουσ αρσ )
cortese (αρσ. επίθ και ουσ)
cortesia (θηλ.ουσ)
cortezza (θηλ.ουσ)
corticale (επίθ.)
corticoide (ουσ αρσ )
corticosteroide (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---