Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorsièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korˈsjɛro] 1 άλογο παρέλασης ή μάχης 2 πολεμικό άλογο 3 άτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |