Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corsièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈsjɛro]

1 άλογο παρέλασης ή μάχης
2 πολεμικό άλογο
3 άτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corsia corsista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corsaro (επίθ.)
corseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
corsetteria (θηλ.ουσ)
corsetto (ουσ αρσ )
corsia (θηλ.ουσ)
corsiero (ουσ αρσ )
corsista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivo (ουσ αρσ )
corsivo (επίθ.)
corso (ουσ αρσ )
corsoio (αρσ. επίθ και ουσ)
corte (θηλ.ουσ)
corteccia (θηλ.ουσ)
corteggiamento (ουσ αρσ )
corteggiare (ρ. μτβ.)
corteggiatore (ουσ αρσ )
corteggio (ουσ αρσ )
corteo (ουσ αρσ )
cortese (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---