Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorsetterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [korsetteˈria] 1 μαγαζί πώλησης κορσέδων 2 βιομηχανία κορσέδων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |