Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorsalétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korsaˈletto] 1 μικρός θώρακας 2 κορσές και σουτιέν μαζί 3 θώρακας στήθους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |