Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorruttóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [korrutˈtore] 1 διαφθορέας 2 δωροδοκών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |