Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrùsco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrusko]

1 σπινθηροβόλος
2 λαμπρός
3 γυαλιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corruscare corruttela  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrugamento (ουσ αρσ )
corrugare (ρ. μτβ.)
corrugarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrugato (επίθ.)
corruscare (ρ.αμτβ.)
corrusco (επίθ.)
corruttela (θηλ.ουσ)
corruttibile (επίθ.)
corruttibilità (θηλ.ουσ)
corruttore (αρσ. επίθ και ουσ)
corruzione (θηλ.ουσ)
corsa (θηλ.ουσ)
corsaletto (ουσ αρσ )
corsaro (ουσ αρσ )
corsaro (επίθ.)
corseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
corsetteria (θηλ.ουσ)
corsetto (ουσ αρσ )
corsia (θηλ.ουσ)
corsiero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---