Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrugàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [korruˈgare]

1 ρυτιδώνω
2 πτύσσω
3 ζαρώνω
4 τσαλακώνω

corrugàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korruˈgarsi]

1 μουτρώνω
2 κατσουφιάζω
3 πτύσσομαι
4 συνοφρυώνομαι
5 σκυθρωπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrugamento corrugato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrotto (επίθ.)
corrucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrucciato (επίθ.)
corruccio (ουσ αρσ )
corrugamento (ουσ αρσ )
corrugare (ρ. μτβ.)
corrugarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrugato (επίθ.)
corruscare (ρ.αμτβ.)
corrusco (επίθ.)
corruttela (θηλ.ουσ)
corruttibile (επίθ.)
corruttibilità (θηλ.ουσ)
corruttore (αρσ. επίθ και ουσ)
corruzione (θηλ.ουσ)
corsa (θηλ.ουσ)
corsaletto (ουσ αρσ )
corsaro (ουσ αρσ )
corsaro (επίθ.)
corseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---