Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrucciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korrutˈʧarsi]

1 οργίζομαι
2 ανησυχώ
3 είμαι λυπημένος και νευριασμένος
4 συνοφρυώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrotto corrucciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrompibile (επίθ.)
corrosione (θηλ.ουσ)
corrosività (θηλ.ουσ)
corrosivo (επίθ.)
corrotto (επίθ.)
corrucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrucciato (επίθ.)
corruccio (ουσ αρσ )
corrugamento (ουσ αρσ )
corrugare (ρ. μτβ.)
corrugarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrugato (επίθ.)
corruscare (ρ.αμτβ.)
corrusco (επίθ.)
corruttela (θηλ.ουσ)
corruttibile (επίθ.)
corruttibilità (θηλ.ουσ)
corruttore (αρσ. επίθ και ουσ)
corruzione (θηλ.ουσ)
corsa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---