ItalianoGreco


corrucciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korrutˈʧarsi]

1 οργίζομαι
2 ανησυχώ
3 είμαι λυπημένος και νευριασμένος
4 συνοφρυώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---