Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorrùccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korˈrutʧo] 1 αγανάκτηση 2 στενοχώρια 3 θυμός 4 οργή 5 ανησυχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |