Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorrugaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korrugaˈmento] 1 ζαρωματιά 2 ρυτίδα (προσώπου) 3 πτυχή 4 πτύχωση 5 τσαλάκωμα 6 ζάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |