ItalianoGreco


corrótto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrotto]

1 σάπιος
2 χαλασμένος
3 παραλυμένος
4 βιτσιόζος
5 διεφθαρμένος
6 έκφυλος
7 μολυσμένος
8 δωροδοκημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---