ItalianoGreco


corrómpere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈrompere]

διαφθείρω

corrómpersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrompersi]

1 σαπίζω
2 διαφθείρομαι
3 αποσυντίθεμαι
4 σήπομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---