Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrodibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korrodibiliˈta]

διαβρωσιμότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrodibile corrompere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corroborarsi (ρ.μ. (αντων.))
corroborazione (θηλ.ουσ)
corrodere (ρ. μτβ.)
corrodersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrodibile (επίθ.)
corrodibilità (θηλ.ουσ)
corrompere (ρ. μτβ.)
corrompersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrompibile (επίθ.)
corrosione (θηλ.ουσ)
corrosività (θηλ.ουσ)
corrosivo (επίθ.)
corrotto (επίθ.)
corrucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrucciato (επίθ.)
corruccio (ουσ αρσ )
corrugamento (ουσ αρσ )
corrugare (ρ. μτβ.)
corrugarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrugato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---