Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorroborazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [korroboratˈtsjone] 1 δυνάμωμα 2 επιβεβαίωση 3 ισχυροποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |