Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corroborànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korroboˈrante]

1 τονωτικό
2 δυναμωτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corroboramento corroborare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrispondere (ρ. μτβ.)
corrisposto (επίθ.)
corrività (θηλ.ουσ)
corrivo (επίθ.)
corroboramento (ουσ αρσ )
corroborante (επίθ.)
corroborare (ρ. μτβ.)
corroborarsi (ρ.μ. (αντων.))
corroborazione (θηλ.ουσ)
corrodere (ρ. μτβ.)
corrodersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrodibile (επίθ.)
corrodibilità (θηλ.ουσ)
corrompere (ρ. μτβ.)
corrompersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrompibile (επίθ.)
corrosione (θηλ.ουσ)
corrosività (θηλ.ουσ)
corrosivo (επίθ.)
corrotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---