Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrivo]

1 γρήγορος και επιπόλαιος
2 απερίσκεπτος
3 ήσυχος
4 επιεικής
5 καλόβολος
6 ξέγνοιαστος
7 ανέμελος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrività corroboramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrispondenza (θηλ.ουσ)
corrispondere (ρ.αμτβ.)
corrispondere (ρ. μτβ.)
corrisposto (επίθ.)
corrività (θηλ.ουσ)
corrivo (επίθ.)
corroboramento (ουσ αρσ )
corroborante (επίθ.)
corroborare (ρ. μτβ.)
corroborarsi (ρ.μ. (αντων.))
corroborazione (θηλ.ουσ)
corrodere (ρ. μτβ.)
corrodersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrodibile (επίθ.)
corrodibilità (θηλ.ουσ)
corrompere (ρ. μτβ.)
corrompersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrompibile (επίθ.)
corrosione (θηλ.ουσ)
corrosività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---