Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corródere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈrodere]

1 διαβιβρώσκω
2 διαβρώνω
3 φαγώνω
4 καταστρέφω βαθμηδόν
5 σκουριάζω
6 εξαντλώ
7 φθείρω

corródersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrodersi]

1 εξαντλούμαι
2 φαγώνομαι
3 διαβρώνομαι
4 φθείρομαι
5 σκουριάζω
6 καταστρέφομαι βαθμηδόν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corroborazione corrodibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corroboramento (ουσ αρσ )
corroborante (επίθ.)
corroborare (ρ. μτβ.)
corroborarsi (ρ.μ. (αντων.))
corroborazione (θηλ.ουσ)
corrodere (ρ. μτβ.)
corrodersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrodibile (επίθ.)
corrodibilità (θηλ.ουσ)
corrompere (ρ. μτβ.)
corrompersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrompibile (επίθ.)
corrosione (θηλ.ουσ)
corrosività (θηλ.ουσ)
corrosivo (επίθ.)
corrotto (επίθ.)
corrucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corrucciato (επίθ.)
corruccio (ουσ αρσ )
corrugamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---