Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorroboràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [korroboˈrare] 1 οχυρώνω 2 δυναμώνω 3 επιβεβαιώνω 4 επικυρώνω 5 ισχυροποιώ 6 εμφυσώ ζωή 7 αναζωογονώ corroborarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [korroboˈrare] 1 ισχυροποιούμαι 2 δυναμώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |