Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrispóndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korrisˈpondere]

ανταποκρίνομαι

corrispóndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [korrisˈpondere]

1 ανταμείβω
2 εξοφλώ
3 αποζημιώνω
4 δίνω
5 πληρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrispondenza corrisposto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrispettivo (ουσ αρσ )
corrispettivo (επίθ.)
corrispondente (ουσ αρσ )
corrispondente (επίθ.)
corrispondenza (θηλ.ουσ)
corrispondere (ρ.αμτβ.)
corrispondere (ρ. μτβ.)
corrisposto (επίθ.)
corrività (θηλ.ουσ)
corrivo (επίθ.)
corroboramento (ουσ αρσ )
corroborante (επίθ.)
corroborare (ρ. μτβ.)
corroborarsi (ρ.μ. (αντων.))
corroborazione (θηλ.ουσ)
corrodere (ρ. μτβ.)
corrodersi (ρ. μ. αμτβ.)
corrodibile (επίθ.)
corrodibilità (θηλ.ουσ)
corrompere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---