Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrispondènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korrisponˈdɛnte]

1 ανταποκριτής
2 εμπορικός ανταποκριτής
3 αλληλογράφος
4 επιστολογράφος

corrispondènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korrisponˈdɛnte]

1 αντίστοιχος
2 αλληλογραφών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrispettivo corrispondenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corrigendo (ουσ αρσ )
corrimano (ουσ αρσ )
corrispettività (θηλ.ουσ)
corrispettivo (ουσ αρσ )
corrispettivo (επίθ.)
corrispondente (ουσ αρσ )
corrispondente (επίθ.)
corrispondenza (θηλ.ουσ)
corrispondere (ρ.αμτβ.)
corrispondere (ρ. μτβ.)
corrisposto (επίθ.)
corrività (θηλ.ουσ)
corrivo (επίθ.)
corroboramento (ουσ αρσ )
corroborante (επίθ.)
corroborare (ρ. μτβ.)
corroborarsi (ρ.μ. (αντων.))
corroborazione (θηλ.ουσ)
corrodere (ρ. μτβ.)
corrodersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---