ItalianoGreco


corrispettività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korrispettiviˈta]

1 συμφωνία πραγμάτων μεταξύ τους
2 αντιστοιχία
3 ιδιαίτερη ομοιότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---