Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorrigèndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korriˈʤɛndo] 1 αυτός που είναι εγκλεισμένος σε αναμορφωτήριο 2 νεαρός παραβάτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |