Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrigèndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korriˈʤɛndo]

1 αυτός που είναι εγκλεισμένος σε αναμορφωτήριο
2 νεαρός παραβάτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corriere corrimano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corridoio (ουσ αρσ )
corridore (ουσ αρσ )
corridore (επίθ.)
corriera (θηλ.ουσ)
corriere (ουσ αρσ )
corrigendo (ουσ αρσ )
corrimano (ουσ αρσ )
corrispettività (θηλ.ουσ)
corrispettivo (ουσ αρσ )
corrispettivo (επίθ.)
corrispondente (ουσ αρσ )
corrispondente (επίθ.)
corrispondenza (θηλ.ουσ)
corrispondere (ρ.αμτβ.)
corrispondere (ρ. μτβ.)
corrisposto (επίθ.)
corrività (θηλ.ουσ)
corrivo (επίθ.)
corroboramento (ουσ αρσ )
corroborante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---