Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorridóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korriˈdore] ο δρομέας corridóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [korriˈdore] 1 τρέχων 2 προσαρμοσμένος σε τρέξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |