Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


correzionàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korrettsjoˈnale]

αναμορφωτήριο

correzionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korrettsjoˈnale]

1 ανανεωτικός
2 διορθωτικός
3 σωφρονιστικός
4 μεταρρυθμιστικός
5 ανακαινιστικός
6 τροποποιητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  correttore correzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

correttezza (θηλ.ουσ)
correttivo (ουσ αρσ )
correttivo (επίθ.)
corretto (επίθ.)
correttore (ουσ αρσ )
correzionale (ουσ αρσ )
correzionale (επίθ.)
correzione (θηλ.ουσ)
corrida (θηλ.ουσ)
corridoio (ουσ αρσ )
corridore (ουσ αρσ )
corridore (επίθ.)
corriera (θηλ.ουσ)
corriere (ουσ αρσ )
corrigendo (ουσ αρσ )
corrimano (ουσ αρσ )
corrispettività (θηλ.ουσ)
corrispettivo (ουσ αρσ )
corrispettivo (επίθ.)
corrispondente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---