Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


correttìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korretˈtivo]

διορθωτής

correttìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korretˈtivo]

διορθωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  correttezza corretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corresponsabilità (θηλ.ουσ)
corresponsione (θηλ.ουσ)
correttamente (επίρ.)
correttezza (θηλ.ουσ)
correttivo (ουσ αρσ )
correttivo (επίθ.)
corretto (επίθ.)
correttore (ουσ αρσ )
correzionale (ουσ αρσ )
correzionale (επίθ.)
correzione (θηλ.ουσ)
corrida (θηλ.ουσ)
corridoio (ουσ αρσ )
corridore (ουσ αρσ )
corridore (επίθ.)
corriera (θηλ.ουσ)
corriere (ουσ αρσ )
corrigendo (ουσ αρσ )
corrimano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---