Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


córsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkorsa]

το τρέξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corruzione corsaletto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cavallo [αρσ.] da corsa = το άλογο κούρσας || corsa [θηλ.] a ostacoli = τρέξιμο μετ' εμποδίων || corsa [θηλ.] automobilistica = ράλι αυτοκινήτου || fare qualcosa di corsa = κάνω κάτι βιαστικά || fare una corsa = τρέχω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corruttela (θηλ.ουσ)
corruttibile (επίθ.)
corruttibilità (θηλ.ουσ)
corruttore (αρσ. επίθ και ουσ)
corruzione (θηλ.ουσ)
corsa (θηλ.ουσ)
corsaletto (ουσ αρσ )
corsaro (ουσ αρσ )
corsaro (επίθ.)
corseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
corsetteria (θηλ.ουσ)
corsetto (ουσ αρσ )
corsia (θηλ.ουσ)
corsiero (ουσ αρσ )
corsista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivista (ουσ αρσ και θηλ.)
corsivo (ουσ αρσ )
corsivo (επίθ.)
corso (ουσ αρσ )
corsoio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---