Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorsìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [korˈsia] 1 (di strada) η λωρίδα 2 (di ospedale) ο θάλαμος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcorsia [θηλ.] di emergenza = η βοηθητική λωρίδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |