Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irriflessìvo (επίθ.) irrispettóso (επίθ.)
irrigàbile (επίθ.) irritàbile (επίθ.)
irrigàre (ρ. μτβ.) irritabilità (θηλ.ουσ)
irrigatóre (ουσ αρσ ) irritànte (επίθ.)
irrigatóre (επίθ.) irritàre (ρ. μτβ.)
irrigatòrio (επίθ.) irritarsi (ρ.μ. (αντων.))
irrigazióne (θηλ.ουσ) irritatìvo (επίθ.)
irrigidiménto (ουσ αρσ ) irritàto (επίθ.)
irrigidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) irritazióne (θηλ.ουσ)
irrigidirsi (ρ.μ. (αντων.)) ìrrito (επίθ.)
irriguardóso (επίθ.) irrituàle (επίθ.)
irrìguo (επίθ.) irriverènte (επίθ.)
irrilevànte (επίθ.) irriverènza (θηλ.ουσ)
irrilevànza (θηλ.ουσ) irrobustìre (ρ. μτβ.)
irrimediàbile (αρσ. επίθ και ουσ) irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrimediabilità (θηλ.ουσ) irrogàre (ρ. μτβ.)
irrinunciàbile (επίθ.) irrogazióne (θηλ.ουσ)
irripetìbile (επίθ.) irrompènte (επίθ.)
irripetibilità (θηλ.ουσ) irrómpere (ρ.αμτβ.)
irriproducìbile (επίθ.) irroràre (ρ. μτβ.)
irriprovévole (επίθ.) irroratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
irrisióne (θηλ.ουσ) irroratrìce (θηλ.ουσ)
irrìso (επίθ.) irrorazióne (θηλ.ουσ)
irrisòlto (επίθ.) irruènte (επίθ.)
irrisòrio (επίθ.) irruènza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: