Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrigatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [irrigaˈtore]

1 αρδευτικό σύστημα
2 ποτιστικό σύστημα
3 ποτιστής

irrigatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irrigaˈtore]

1 αρδευτικός
2 ποτιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrigare irrigatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irriferibile (επίθ.)
irriflessione (θηλ.ουσ)
irriflessivo (επίθ.)
irrigabile (επίθ.)
irrigare (ρ. μτβ.)
irrigatore (ουσ αρσ )
irrigatore (επίθ.)
irrigatorio (επίθ.)
irrigazione (θηλ.ουσ)
irrigidimento (ουσ αρσ )
irrigidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
irriguardoso (επίθ.)
irriguo (επίθ.)
irrilevante (επίθ.)
irrilevanza (θηλ.ουσ)
irrimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irrimediabilità (θηλ.ουσ)
irrinunciabile (επίθ.)
irripetibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---