Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irriflessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irriflesˈsjone]

1 αβλεψία
2 αδιαφορία
3 επιπολαιότητα
4 απροσεξία
5 ξενοιασιά
6 κακοκεφαλιά
7 ασυλλογισιά
8 αστοχασιά
9 έλλειψη φροντίδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irriferibile irriflessivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irriconoscibile (επίθ.)
irridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irriducibile (επίθ.)
irriducibilità (θηλ.ουσ)
irriferibile (επίθ.)
irriflessione (θηλ.ουσ)
irriflessivo (επίθ.)
irrigabile (επίθ.)
irrigare (ρ. μτβ.)
irrigatore (ουσ αρσ )
irrigatore (επίθ.)
irrigatorio (επίθ.)
irrigazione (θηλ.ουσ)
irrigidimento (ουσ αρσ )
irrigidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
irriguardoso (επίθ.)
irriguo (επίθ.)
irrilevante (επίθ.)
irrilevanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---