Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirriflessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [irriflesˈsjone] 1 αβλεψία 2 αδιαφορία 3 επιπολαιότητα 4 απροσεξία 5 ξενοιασιά 6 κακοκεφαλιά 7 ασυλλογισιά 8 αστοχασιά 9 έλλειψη φροντίδας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |