Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirrigazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [irrigatˈtsjone] 1 αποχέτευση 2 αποστράγγιση 3 παροχή νερού 4 άρδευση 5 πότισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |