Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirrimediàbile
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [irrimeˈdjabile] 1 ανίατος 2 αθεράπευτος 3 μη επισκευάσιμος 4 άφτιαχτος 5 μη ανακτήσιμος 6 ανεπανόρθωτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |