Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrispettóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irrispetˈtoso], [irrispetˈtozo]

1 ασεβής
2 ανευλαβής
3 αναιδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrisorio irritabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irriprovevole (επίθ.)
irrisione (θηλ.ουσ)
irriso (επίθ.)
irrisolto (επίθ.)
irrisorio (επίθ.)
irrispettoso (επίθ.)
irritabile (επίθ.)
irritabilità (θηλ.ουσ)
irritante (επίθ.)
irritare (ρ. μτβ.)
irritarsi (ρ.μ. (αντων.))
irritativo (επίθ.)
irritato (επίθ.)
irritazione (θηλ.ουσ)
irrito (επίθ.)
irrituale (επίθ.)
irriverente (επίθ.)
irriverenza (θηλ.ουσ)
irrobustire (ρ. μτβ.)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---