ItalianoGreco


irrisòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irriˈzɔrjo]

1 εμπαικτικός
2 σκωπτικός
3 σαρκαστικός
4 ονειδιστικός
5 ρεζίλης
6 καταγέλαστος
7 γελοίος
8 μυκτηριστικός
9 κοροὶδευτικός
10 ειρωνικός
11 χλευαστικός
12 εξονειδιστικός
13 περιπαιχτικός
14 περιγελαστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---