Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irritàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irriˈtato]

1 νευριασμένος
2 εξοργισμένος
3 χολιασμένος
4 τσαντισμένος
5 θυμωμένος
6 πειραγμένος
7 ενοχλημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irritativo irritazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irritabilità (θηλ.ουσ)
irritante (επίθ.)
irritare (ρ. μτβ.)
irritarsi (ρ.μ. (αντων.))
irritativo (επίθ.)
irritato (επίθ.)
irritazione (θηλ.ουσ)
irrito (επίθ.)
irrituale (επίθ.)
irriverente (επίθ.)
irriverenza (θηλ.ουσ)
irrobustire (ρ. μτβ.)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrogare (ρ. μτβ.)
irrogazione (θηλ.ουσ)
irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---