Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrogazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irrogatˈtsjone]

1 επιβολή ποινής
2 μάστιγα
3 αγγαρεία
4 επιβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrogare irrompente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irriverente (επίθ.)
irriverenza (θηλ.ουσ)
irrobustire (ρ. μτβ.)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrogare (ρ. μτβ.)
irrogazione (θηλ.ουσ)
irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)
irrorazione (θηλ.ουσ)
irruente (επίθ.)
irruenza (θηλ.ουσ)
irrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.))
irruvidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irruvidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
irruzione (θηλ.ουσ)
irsuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---