Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrorazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irroratˈtsjone]

1 ψεκασμός
2 ραντισμός
3 ράντισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irroratrice irruente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)
irrorazione (θηλ.ουσ)
irruente (επίθ.)
irruenza (θηλ.ουσ)
irrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.))
irruvidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irruvidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
irruzione (θηλ.ουσ)
irsuto (επίθ.)
irto (επίθ.)
isabella (ουσ αρσ )
isabella (επίθ.)
Isacco (κύρ.όν. αρσ.)
isagoge (θηλ.ουσ)
isagogico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---