Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirruènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [irruˈɛntsa] 1 ορμή 2 οξύτητα 3 ορμητικότητα 4 δριμύτητα 5 φούρια 6 σφοδρότητα 7 βιαιότητα 8 βία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |