Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirrugginìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [irrudʤiˈnire] 1 παίρνω το χρώμα της σκουριάς 2 σκουριάζω 3 παθαίνω σκωρίαση (για φυτά) irrugginirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [irrudʤiˈnirsi] 1 σκουριάζω 2 παίρνω το χρώμα της σκουριάς 3 παθαίνω σκωρίαση (για φυτά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |