Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isallotèrma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,izalloˈtɛrma]

ισοθερμική γραμμή μετεωρολογικού χάρτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isallobara iscariota  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Isacco (κύρ.όν. αρσ.)
isagoge (θηλ.ουσ)
isagogico (επίθ.)
Isaia (κύρ.όν. αρσ.)
isallobara (θηλ.ουσ)
isalloterma (θηλ.ουσ)
iscariota (ουσ αρσ και θηλ.)
ischeletrire (ρ.αμτβ.)
ischeletrire (ρ. μτβ.)
ischeletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
ischemia (θηλ.ουσ)
ischemico (αρσ. επίθ και ουσ)
ischialgia (θηλ.ουσ)
ischiatico (επίθ.)
ischio (ουσ αρσ )
iscritto (ουσ αρσ )
iscritto (επίθ.)
iscrivere (ρ. μτβ.)
iscriversi (ρ. μ. αμτβ.)
iscrizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---