Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iscrìvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [isˈkrivere]

1 αναγράφω
2 καταγράφω
3 καταχωρώ σε αρχείο
4 επιγράφω
5 καταχωρώ
6 εγχαράσσω
7 καταχωρίζω
8 εγγράφω

iscrìversi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [isˈkriversi]

εγγράφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iscritto iscrizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ischialgia (θηλ.ουσ)
ischiatico (επίθ.)
ischio (ουσ αρσ )
iscritto (ουσ αρσ )
iscritto (επίθ.)
iscrivere (ρ. μτβ.)
iscriversi (ρ. μ. αμτβ.)
iscrizione (θηλ.ουσ)
iscuria (θηλ.ουσ)
isiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
iside (θηλ.ουσ)
Isidoro (κύρ.όν. αρσ.)
islàm, islam (ουσ αρσ )
islamico (ουσ αρσ )
islamico (επίθ.)
islamismo (ουσ αρσ )
islamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
islamitico (επίθ.)
islamizzare (ρ. μτβ.)
islamizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---