Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόislàm, ìslam
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [izˈlam], [ˈizlam] ισλαμισμός (χρησιμοποίησε καλύτερα το islamismo) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |