Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Islànda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [izˈlanda]

Ισλανδία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  islamizzazione islandese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

islamismo (ουσ αρσ )
islamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
islamitico (επίθ.)
islamizzare (ρ. μτβ.)
islamizzazione (θηλ.ουσ)
Islanda (θηλ.ουσ)
islandese (ουσ αρσ και θηλ.)
islandese (επίθ.)
Ismaele (κύρ.όν. αρσ.)
ismaeliano (αρσ. επίθ και ουσ)
ismaelita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
isoalina (θηλ.ουσ)
isobara (θηλ.ουσ)
isobarico (επίθ.)
isobaro (επίθ.)
isobata (θηλ.ουσ)
isoclina (θηλ.ουσ)
isoclinale (επίθ.)
isocromatico (επίθ.)
isocronismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---