Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόislandése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [izlanˈdese], [izlanˈdeze] Ισλανδός islandése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [izlanˈdese], [izlanˈdeze] Ισλανδικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |